- ἐνήνοθεν
- ἐνήνοθενSee also: s. ἐνθεῖν.Page in Frisk: 1,516
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ἐνήνοθεν — ἐνήνοθε perf ind act 3rd sg ἐνήνοθε plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατενήνοθεν — (Α) (επικ. τ., γ εν. και πληθ. πρόσωπο παρακμ.) εκάλυπτε ή εκάλυπταν («πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ώμους», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ενήνοθεν (παρακμ. τού άχρ. ρ. ἐνέθω «καλύπτω», που απαντά μόνον εν συνθέσει), πρβλ. επ ενήνοθεν, παρ… … Dictionary of Greek