ἐνήνοθεν

ἐνήνοθεν
ἐνήνοθεν
See also: s. ἐνθεῖν.
Page in Frisk: 1,516

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐνήνοθεν — ἐνήνοθε perf ind act 3rd sg ἐνήνοθε plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατενήνοθεν — (Α) (επικ. τ., γ εν. και πληθ. πρόσωπο παρακμ.) εκάλυπτε ή εκάλυπταν («πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ώμους», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ενήνοθεν (παρακμ. τού άχρ. ρ. ἐνέθω «καλύπτω», που απαντά μόνον εν συνθέσει), πρβλ. επ ενήνοθεν, παρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”